ὠμοϐοέη

ὠμοϐόειος

ὠμοϐοεῖς
ὠμο·ϐόειος, α, ον, de cuir de bœuf non tanné, Xén. An. 4, 7, 22 ; ὠμοϐόειος τόμος, Anth. 11, 137, viande de bœuf dure ||
Cp. ὠμοϐοειότερος.
Étym. ὠμός, βοῦς.