ὠμοϐοεῖς

ὠμοϐόεος

ὠμοϐόϊνος
ὠμο·ϐόεος, η, ον, c. ὠμοϐόειος, Hdt. 3, 9 ; subst. ἡ ὠμοϐοέη (s. e. δορά) Hdt. 3, 9 ; 4, 65, peau de bœuf non tannée.
Étym. cf. ὠμοϐόειος.