ὠμοϐρώς

ὠμόϐρωτος

ὠμοϐύρσινος
ὠμό·ϐρωτος, ος, ον :
1 mangé cru, Nic. Al. 428 ||
2 qui mange de la chair crue, Eur. Tr. 436, etc.
Étym. ὠμός, βιϐρώσκω.