ὠμοθετέω-ῶ

ὠμόθριξ

ὠμόθυμος
ὠμό·θριξ, -τριχος (ὁ, ἡ) [ῐχ] au poil dur ou hérissé, Lyc. 340.
Étym. ὠ. θρίξ.