ὠνητέος

ὠνητής

ὠνητιάω-ῶ
ὠνητής, οῦ () acheteur, Xén. Œc. 2, 3 ; Plat. Eryx. 394e ; Eschn. 15, 26 ; Is. (Poll. 3, 81) ; Plut. Ages. 9, etc.
Étym. ὠνέομαι.