ὤρυγμα

ὠρυγμός

ὠρυδόν
ὠρυγμός, οῦ () rugissement Thcr. Idyl. 25, 217 ; El. N.A. 5, 51 ; Lgs 2, 26 et 30.
Étym. cf. ὠρυγή.