ὥτερος

ὠτικός

ᾧτινι
ὠτικός, ή, όν, qui concerne les oreilles : κλυστῆρες ὠτικοί, P. Eg. 6, 59 ; Gal. κ. τόπ. 3, injections dans l’oreille.
Étym. οὖς.