Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ὠτοθλαδίας
ὠτοκαταξίας
ὠτοκάταξις
ὠτο·καταξίας,
ου
(
ὁ
) [
κᾰ
]
c. le préc.
El. dion.
(
Eust.
p. 1323
).
Étym.
οὖς, κατάγνυμι
.