ὤτων

ωὐτός

ὤφειλα
ωὐτός, ion. et dor. p. ὁ αὐτός, Il. 5, 396 ; sel. d’autres ωὑτός, ὡὐτός, ὡϋτός ou ὠϋτός, v. αὐτός.