Ἀγαρίστη

Ἀγαρρικός

ἀγάρροος-ους
Ἀγαρρικός, ή, όν [ᾰγ] d’Agarrhes, v. de Susiane, Anth. 9, 430.
Étym. Ἄγαρρα, Ptol.