Ἀγαρρικός

ἀγάρροος-ους

ἀγασθενής
ἀγά·ρροος-ους, οος-ους, οον-ουν [ᾰγ] au cours abondant ou impétueux, Il. 2, 845 ; 12, 30 ; Hh. Cer. 34, etc.
Étym. ἀγα-, ῥέω.