Ἀγαθονίκη

Ἀγαθόνικος

ἀγαθοποιέω-ῶ
Ἀγαθό·νικος, ου () [ᾰᾰῑ] Agathonikos, h. Anth. 8, 574.
Étym. ἀγ. νίκη.