ἀγελαιοτρόφος

Ἀγέλαος

ἀγελαρχέω-ῶ
Ἀγέ·λαος, ου () [ᾰᾱ] Agélaos, h. Il. 8, 257, etc. ||
E Épq. et ion. Ἀγέλεως, Od. 22, 131, 247.
Étym. ἄγω, λαός.