ἀγελαιοτροφική

ἀγελαιοτρόφος

Ἀγέλαος
ἀγελαιο·τρόφος, ος, ον [] qui élève des troupeaux, M. Tyr. 105, 31 Dübn.
Étym. ἀγελαῖος, τρέφω.