ἀκάλυφος

Ἀκαμαντίδαι

Ἀκαμαντίδης
Ἀκαμαντίδαι, ῶν (οἱ) [ᾰκᾰ] descendants d’Akamas, Dém. 60, 29 Baiter-Sauppe.
Étym. Ἀκάμας.