Ἀκαμαντίδαι

Ἀκαμαντίδης

Ἀκαμαντίς
Ἀκαμαντίδης, ου () [ᾰκᾰ] de la tribu Akamantide, Plut. Per. 3.
Étym. Ἀκαμαντίς.