ἄκανθος

Ἄκανθος

ἀκανθοστεφής
Ἄκανθος, ου : Akanthos :
1 () n. d’h. Thc. 5, 19, etc. ||
2 () v. de Thrace (auj. Ierissós) Hdt. 6, 44 ; Thc. 4, 84, etc.