ἀκανθολόγος

ἄκανθος

Ἄκανθος
ἄκανθος, ου () [ᾰκ] acanthe (Acanthus mollis L.) plante épineuse, Thcr. Idyl. 1, 55 ; Nic. Th. 645.
Étym. cf. ἄκανθα.