ἀκουσίθεος

Ἀκουσίλαος

ἀκούσιμος
Ἀκουσί·λαος, ου () [ᾰῐᾱ] Akousilaos (Acusilaüs) historien grec, Str. 472, etc. ||
E Att. Ἀκουσίλεως, Plat. Conv. 178b.
Étym. ἀκούω, λαός.