ἀκουσιάζομαι

ἀκουσίθεος

Ἀκουσίλαος
ἀκουσί·θεος, ος, ον [ᾰῐ] entendu ou exaucé de Dieu, Anth. 6, 429.
Étym. ἀκούω, θεός.