ἀκρουρανία

Ἀκρούριον ὄρος

ἀκρουχέω-ῶ
Ἀκρούριον ὄρος (τὸ) Akrourion, mt de Phocide, Plut. Phoc. 33.
Étym. ἄ. ὄρος.