ἄκρουλος

ἀκρουρανία

Ἀκρούριον ὄρος
ἀκρ·ουρανία, ας () [ρᾰ] les hauteurs des cieux, mot emphatique blâmé par Luc. Lex. 15.
Étym. ἄ. οὐρανός.