ἀλεξίλογος

Ἀλεξίμαχος

ἀλεξίμϐροτος
Ἀλεξί·μαχος, ου () Aleximakhos, h. Eschn. 2, 85, 85 Baiter-Sauppe, etc.
Étym. ἀ. μάχη.