Ἀλεξίμαχος

ἀλεξίμϐροτος

ἀλεξίμορος
ἀλεξί·μϐροτος, ος, ον [] qui protège les mortels, Pd. N. 7, 30, P. 5, 91.
Étym. ἀ. *μϐροτός, v. βροτός.