ἀλκίμαχος

Ἀλκίμαχος

Ἀλκιμέδη
Ἀλκί·μαχος, ου () [ῐᾰ] Alkimakhos, h. Hdt. 6, 101 ; Dém. 47, 50, 78 Baiter-Sauppe.
Étym. v. le préc.