Ἀλκιμάχεια

ἀλκίμαχος

Ἀλκίμαχος
ἀλκί·μαχος, η (pour ος), ον [ῐᾰ] qui combat avec courage, Anth. 6, 124.
Étym. ἀλκή, μάχομαι.