Ἀλκιμέδη

Ἀλκιμέδων

Ἀλκιμένης
Ἀλκι·μέδων, οντος () [] Alkimédôn, h. Il. 16, 197, etc. ||
E Voc. -ον, Il. 17, 475.
Étym. ἀλκή, μέδω.