Ἀλκιμένης

Ἀλκιμίδης

ἄλκιμος
Ἀλκιμίδης, ου () [ῐῐ]
1 descendant d’Alkimos, c. à d. Mentor, Od. 22, 235 ||
2 dor. Ἀλκιμίδας, Alkimidas, h. Pd. N. 6, 15.
Étym. patr. d’Ἄλκιμος.