ἁλυκός

Ἄλυκος

ἁλυκόσμυρνα
Ἄλυκος, ου () Alykos, h. Héréas (Plut. Thes. 32).
Ἄλυκος, ου () Alykos, v. du Péloponnèse, Call.
Étym. E. Byz. vo Ἄλυκος.