ἀμάρυγμα

Ἀμαρυλλίς

Ἀμαρυνθίαδες κοῦραι
Ἀμαρυλλίς, ίδος () [ᾰᾰῐδ] Amaryllis, chevrière, Thcr. Idyl. 3, 1 ; Lgs 5.