Ἀμαρυλλίς

Ἀμαρυνθίαδες κοῦραι

Ἀμάρυνθος
Ἀμαρυνθίαδες κοῦραι (αἱ) [ᾰᾰᾰ] les jeunes filles d’Amarynthos, Anth. 6, 156.