Ἀμαρυγκείδης

Ἀμαρυγκεύς

ἀμάρυγμα
Ἀμαρυγκεύς, έως () [ᾰᾰ] Amarynkée, h. Il. 23, 630 ||
E Gén. épq. -έος, Q. Sm. 4, 316.
Étym. ἀμαρύσσω.