ἀμφίκρανος

Ἀμφικράτης

ἀμφικρέμαμαι
Ἀμφι·κράτης, ους, ion. -εος ; acc. -ην () Amphikratès :
1 anc. roi de Samos, Hdt. 3, 59 ||
2 autres, Plut. Luc. 22, etc.
Étym. ἀ. κράτος.