ἄμυκλαι

Ἀμυκλαιεῖς

Ἀμυκλαΐζω
Ἀμυκλαιεῖς, έων (οἱ) habitants d’Amyclées, Xén. Hell. 4, 5, 12.
Étym. Ἀμύκλαι.