Ἀμύκλαι

ἄμυκλαι

Ἀμυκλαιεῖς
ἄμυκλαι, ῶν (αἱ) chaussure à la mode d’Amyclées, Thcr. Idyl. 10, 35.
Étym. Ἀμύκλαι.