Ἀμύκλα

Ἀμύκλαθεν

Ἀμύκλαι
Ἀμύκλαθεν, adv. [ᾰῡᾱ] d’Amyclées, Pd. N. 11, 34.
Étym. Ἀμύκλαι, -θεν.