Ἀμύκλαθεν

Ἀμύκλαι

ἄμυκλαι
Ἀμύκλαι, ῶν (αἱ) [ᾰῡ] Amyclées, v. de Laconie, Il. 2, 584 ; Pd. O. 6, 14 ; Xén. Hell. 7, 2, 3.