ἀνδραγαθικός

Ἀνδράγαθος

ἀνδράγρια
Ἀνδρ·άγαθος, ου () [ρᾰᾰθ] Andragathos, h. Anth. 12, 52.
Étym. ἀνήρ, ἀγαθός.