ἀνδραγαθίζομαι

ἀνδραγαθικός

Ἀνδράγαθος
ἀνδραγαθικός, ή, όν [ρᾰᾰθ] digne d’un homme de cœur, Hpc. Art. 837 au cp. -ώτερος.
Étym. ἀνδραγαθία.