ἀνδροκοιτέω-ῶ

Ἀνδροκολωνοκλῆς

ἀνδροκόμος
Ἀνδρο·κολωνο·κλῆς () Androkolônoklès, h. Crat. fr. 22.
Étym. ἀνήρ, Κολωνός, κλέος.