Ἀνδροκολωνοκλῆς

ἀνδροκόμος

Ἀνδροκόρινθος
ἀνδρο·κόμος, ου, adj. f. qui prend soin de son époux, Luc. 1, 176 Reitz.
Étym. ἀνήρ, κομέω.