Ἀνδρόκοττος

Ἀνδροκράτης

ἀνδροκτασία
Ἀνδρο·κράτης, ους () Androkratès, héros platéen, Hdt. 9, 25 ; Thc. 3, 25 ||
E Gén. ion. -εος, Hdt. l. c.
Étym. ἀνήρ, κράτος.