Ἀνδροκράτης

ἀνδροκτασία

ἀνδροκτονέω-ῶ
ἀνδρο·κτασία, ας, ion. ἀνδρο·κτασίη, ης () [τᾰ] massacre d’hommes, carnage, d’ord. au plur. Il. 11, 164, etc. ; au sg. seul. Il. 23, 86 ; Eschl. Sept. 693.
Étym. ἀνήρ, κτείνω.