ἀνδρόσακες

Ἀνδροσθένης

ἀνδρόσινις
Ἀνδρο·σθένης, ους () Androsthénès, h. Thc. 5, 49 ||
E Acc. -η, Str. 766 ; Pol. 11, 34 ; ou -ην, DL. 2, 6.
Étym. ἀνήρ, σθένος.