ἀνδρόσαιμον

ἀνδρόσακες

Ἀνδροσθένης
ἀνδρόσ·ακες, εος-ους (τὸ) acétabulaire, zoophyte, Diosc. 3, 150.
Étym. ἀνήρ, ἄκος.