ἀντιλοιδορέω-ῶ

Ἀντίλοχος

ἀντιλυπέω-ῶ
Ἀντί·λοχος, ου () Antilokhos :
1 fils de Nestor, Il. 23, 301, etc. ; Od. 3, 112, etc. ||
2 poète, Duris (Plut. Lys. 18).
Étym. ἀ. λόχος.