ἀντιμαρτύρομαι

Ἀντιμαχεία

ἀντιμαχέω-ῶ
Ἀντιμαχεία, ας () [ῐᾰχ] Antimakheia, lieu de Kos, Plut. Qu. gr. 58.
Étym. Ἀντίμαχος.