Ἀντιμαχεία

ἀντιμαχέω-ῶ

ἀντιμάχησις
ἀντιμαχέω-ῶ [μᾰ] c. ἀντιμάχομαι, DS. Exc. 502, 69.
Étym. ἀ. μάχη.