ἀρεστήριος

Ἀρεστορίδης

ἀρεστός
Ἀρεστορίδης, ου () [] fils ou descendant d’Arestôr, A. Rh. 1, 325, etc. ||
E Gén. épq. -αο, Nonn. D. 37, 55.
Étym. Ἀρέστωρ.