ἀρετόομαι-οῦμαι

Ἄρευς

Ἀρεύς
Ἄρευς, voc. ευ, gén. ευος, dat. ευϊ, acc. ευα () [] éol. et béot. c. Ἄρης, Sapph. 35 ; Alc. 23, 28, 29, etc. ; Cor. 3.